- συγκαλυπτός
- συγ-κᾰλυπτός, ή, όν,A wrapped up, κνίσῃ κῶλα ς. ib.496.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκαλυπτός — ή, όν, Α [συγκαλύπτω] καλυμμένος από παντού, περιτυλιγμένος … Dictionary of Greek
συγκαλυπτά — συγκαλυπτός wrapped up neut nom/voc/acc pl συγκαλυπτά̱ , συγκαλυπτός wrapped up fem nom/voc/acc dual συγκαλυπτά̱ , συγκαλυπτός wrapped up fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)